- ρωμαίικος
- και ρωμέικος, -η, -ο, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους νεώτερους Έλληνες, στους Ρωμιούς («ρωμαίικο φιλότιμο»)2. (το ουδ. ως. ουσ.) το ρωμαίικο(συν. χλευαστικά) το νεώτερο ελληνικό έθνος3. (το ουδ. πληθ. ώς ουσ.) τα ρωμαίικαα) η νεοελληνική γλώσσα και, ιδίως, η δημοτικήβ) (κατ' επέκτ.) σαφής, ευκολονόητη γλώσσα4. φρ. α) «καταλαβαίνεις ρωμαίικα;» — εννοείς αυτά που σού λένε;β) «μίλα ρωμαίικα» — μίλα απερίφραστα, χωρίς υπεκφυγές.[ΕΤΥΜΟΛ. < Ῥωμαῖος «πολίτης τού Ανατολ. Ρωμαϊκού, δηλ. Βυζαντινού, Κράτους»].
Dictionary of Greek. 2013.